Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Θερμοπύλες


Ο περσικός στρατός έφτασε μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών στις 12 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., δύο εβδομάδες περίπου ύστερα από την αναχώρηση από την κοιλάδα των Τεμπών. Ο Ξέρξης, μαθαίνοντας πως το πέρασμα φυλάσσεται από ελληνικές δυνάμεις, αποφασίζει να στρατοπεδεύσει και να περιμένει το στόλο του. Τα νέα όμως που τελικά έφτασαν σ'αυτόν, μετά από τέσσερις ημέρες, ήταν απογοητευτικά. Ένα σημαντικό μέρος του στόλου του, πιθανώς περί τα τετρακόσια πλοία, είχαν καταστραφεί μετά από θύελλα που είχε πλήξει επί ημέρες την περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Μαγνησίας. Όσο ο περσικός στόλος επιδιόρθωνε τις ζημιές του, ο Ξέρξης ήταν αναγκασμένος να περιμένει, καθώς χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις αλληλοϋποστηρίζονταν : ακόμη κι αν περνούσε τα στενά συντρίβοντας τους επίμονους και ολιγάριθμους αντιπάλους του, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει προς νότο, εκτός αν δεν τον πείραζε να είναι εκτεθειμένο το στράτευμα και οι γραμμές εφοδιασμού του στις επιθέσεις του ελληνικού στόλου. Αναμονή λοιπόν μπροστά στο πέρασμα προς την Αθήνα και την Πελοπόννησο ήταν η μοναδική λογική επιλογή του Μεγάλου Βασιλιά.

Ποιοί και πόσοι ήταν αυτοί που του έκλειναν το δρόμο. Η πανελλήνια συμμαχία είχε ορίσει αρχικό σημείο αντίστασης την κλεισούρα των Τεμπών, ώστε να προφυλαχθεί τουλάχιστον η Θεσσαλία και οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της να μην ενισχύσουν τον Ξέρξη. Μια σημαντική ελληνική δύναμη έμεινε μόλις λίγες μέρες στην περιοχή, προτού υποχωρήσει, φοβούμενη προδοσία των επικεφαλής των Θεσσαλών, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά ύποπτοι για μηδισμό. Νέο σημείο αντίστασης ορίστηκαν οι Θερμοπύλες, αλλά καμία μέριμνα δεν έγινε να σταλθεί στρατός στο στενό, παρά μόνο όταν μαθεύτηκε η αναχώρηση του Ξέρξη από την Πιερία, στα τέλη Αυγούστου. Οι περιστάσεις ήταν κρίσιμες και η ανάγκη υπερκέρασε σε κάποιο βαθμό το σεβασμό των Σπαρτιατών στις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Ήταν η περίοδος εορτασμού των Καρνείων και κανείς νέος άνδρας δεν επιτρεπόταν να αναχωρήσει από την πόλη. Ωστόσο, δόθηκε εντολή στο βασιλιά Λεωνίδα, αδερφού του Κλεομένη και γιού του Αναξανδρίδα, των ανθρώπων που γιγάντωσαν την πελοποννησιακή συμμαχία, να βαδίσει προς τις Θερμοπύλες, παίρνοντας μαζί μόνο την προσωπική του φρουρά, αποτελούμενη από τριακόσιους ώριμους σε ηλικία Σπαρτιάτες, συν κάποιους είλωτες. Η ελπίδα ήταν ότι ο Λεωνίδας στην πορεία του θα συγκέντρωνε στρατεύματα ικανά να υπερασπίσουν το στενό μέχρι να φτάσει το σύνολο του στρατού, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ήταν η περίοδος των Ολυμπιακών αγώνων και οι πόλεις της Πελ/σου βρήκαν μια εξαιρετική δικαιολογία να μη στείλουν σημαντικές δυνάμεις εκτός της περιοχής, προτιμώντας να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για όταν θα υπήρχε ανάγκη να υπερασπιστούν τον ισθμό της Κορίνθου. Η άποψη του Ηροδόρου είναι πως, όπως και η Σπάρτη, οι πόλεις της Πελ/σου δεν περίμεναν πως το στενό θα έπεφτε τόσο γρήγορα και έστειλαν μικρές δυνάμεις ως εμπροσθοφυλακή της κύριας δύναμης.

Έτσι, όταν ο Λεωνίδας περνούσε τα όρια της Πελοποννήσου, είχε μαζί του 2.100 Αρκάδες, τετρακόσιους Κορινθίους, 200 Φλειουσίους και 80 Μυκηναίους. Σε αυτούς προστέθηκαν οι περίφημοι 700 Θεσπιείς, οι διαβόητοι 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και ένας απροσδιόριστος αριθμός Λοκρών. Στο σύνολο, οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους έξι χιλιάδες άνδρες. Όταν έφτασε στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας αντιμετώπισε την ίδια κατάσταση που προβλημάτισε και τον Ευαίνετο στα Τέμπη. Ο τρόμος προς τον επερχόμενο κίνδυνο οδηγούσε τους Έλληνες, ειδικά τους Πελ/σίους, σε σκέψεις νέας υποχώρησης προς το ασφαλές σημείο του Ισθμού, κοντά στις πατρίδες τους. Χρειάστηκε όλη η πειθώ του Λεωνίδα και οι έντονες διαμαρτυρίες Φωκέων και Λοκρών προκειμένου να συγκρατηθούν οι σύμμαχοι.

Την επομένη της αφίξεως στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας θα πρέπει να έγινε έξω φρενών, μαθαίνοντας κάτι που θα ήταν πολύ καλύτερο να το είχε πληροφορηθεί πρωτύτερα η ηγεσία της πανελλήνιας συμμαχίας. Υπήρχε παρακαμπτήριος δρόμος που μέσω της Τραχίνας οδηγούσε στο νότιο μέρος του στενού, ακριβώς δηλαδή στα νώτα των υπαρεσπιστών. Υπήρχε ένα τείχος που είχαν χτίσει πολύ παλιά οι Φωκείς για να αποκρούουν τις εισβολές των Θεσσαλών, αλλά όχι μόνο ήταν ερειπωμένο, αλλά η φύλαξή του απαιτούσε πολλούς άνδρες. Αυτό ήταν που δεν διέθετε ο Λεωνίδας : άνδρες αρκετούς και διμέτωπη φύλαξη και πόλεμο. Αφού λοιπόν κράτησε τους συμμάχους με νύχια και με δόντια στις Θερμοπύλες, έστειλε αμέσως αγγελειοφόρους στα μετώπισθεν με επείγουσα έκκληση για ενισχύσεις. Συν Αθηνά και χείρα κίνει λέει η παροιμία και ο Λεωνίδας επισκεύασε άρον άρον το φωκικό τείχος και έταξε στη φύλαξή του τους φυσικούς υπερασπιστές του, τους Φωκείς. Το μόνο που έλπιζε τώρα ήταν να καθυστερήσει ο Ξέρξης στην κάθοδό του από την Πιερία, ώστε να προλάβουν να φτάσουν οι ενισχύσεις. Ο Ξέρξης όμως δεν χρονοτρίβησε και έφτασε στα στενά την ώρα που χρειαζόταν για να κατανοήσει ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ότι το φάσμα του ολέθρου πλησιάζει.

Ακολούθησαν οι τέσσερις μέρες απραξίας, τις οποίες ο Ηρόδοτος αποδίδει στην αλαζονία του Πέρση βασιλιά και στην ελπίδα του ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν μπροστά στη δύναμη των αριθμών. Δεν υπολόγισε τους σπαρτιατικούς νόμους, το φρόνημα των αντιπάλων του, αλλά και τα δεδομένα της κατάστασης. Χώρος για περαιτέρω υποχώρηση δεν υπήρχε, από οπισθοχώρηση σε οπισθοχώρηση το πήγαινε η πανελλήνια συμμαχία και νέα αναβολή της αντίστασης πιθανώς θα υπέσκαπτε σοβαρά τα θεμέλιά της, αλλά και το ηθικό των ελληνικών πόλεων. Έχει προταθεί η άποψη ότι η Σπάρτη θυσίασε το βασιλία της και το άνθος των βετεράνων μαχητών της για χάρη της πανελλήνιας συμμαχίας, όταν οι Έλληνες χρειάζονταν ένα σημείο αναφοράς, ένα στήριγμα για τις ελπίδες τους, μια πυξίδα για την μελλοντική δράση. Ο παράγοντας Αθήνα δεν πρέπει να παραγνωρίζεται : με το στενό εγκατελειμμένο και τους Θηβαίους ολιγαρχικούς έτοιμους να μηδίσουν, ο δρόμος του Ξέρξη ήταν ανοιχτός προς νότο. Αν δεν δινόταν μια μάχη, έστω και για λόγους εντυπώσεων, για να φανεί ότι δεν αφήνεται η Αθήνα στην τύχη της, το μέλλον των ελληνικών πόλεων δεν ήταν καθόλου ρόδινο. Ήδη οι Αθηναίοι έκαναν σκέψεις να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην Ιταλία, μακριά από τον κίνδυνο και ο Θεμιστοκλής κατέστησε σαφές στου Πελ/σίους ότι η πόλη του δεν έπρεπε να αφεθεί στην τύχη της. Οι επιπτώσεις μπορεί να ήταν απολύτως αποφασιστικές για το στόλο των Ελλήνων, τα μισά πλοία του οποίου είχαν κατασκευαστεί στα νεώρια του Πειραιά και ήταν επανδρωμένα με Αθηναίου πολίτες. Και δεδομένου του απόκοσμου μεγέθους των περσικών χερσαίων δυνάμεων, η μόνη ελπίδα επικράτησης των Ελλήνων ήταν μια κρίσιμη νίκη στη θάλασσα. Αυτό όμως χωρίς τους Αθηναίους ήταν αδύνατο να το πετύχουν. Ο Λεωνίδας λοιπόν έριξε για δεύτερη φορά το ειδικό βάρος του στην άποψη να παραμείνουν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, περνώντας έτσι στην αθανασία.

Τη 17η Σεπτεμβρίου ο Ξέρξης ξεκινά την επίθεσή του κατά των Ελλήνων, αλλά οι θαρραλέοι Μήδοι του, αν και δεν σταμάτησαν τις εφόδους μέχρι το βράδυ, έγιναν βορά των ασάλευτων πολεμιστών που προσέφεραν απλόχερα θάνατο. Τη δεύτερη μέρα, στις 18 του μηνός, ο βασιλιάς βάζει τα μεγάλα μέσα. Θα ρίξει στη μάχη τους επίλεκτους μαχητές του, τους αθανάτους, 10.000 επίλεκτους για τη γενναιότητα και το παράστημά τους Πέρσες, αλλά η κατάληξη θα είναι η ίδια, λες και η είσοδος του στενού ξερνούσε ακόντια και ξίφη. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας θα πρέπει να συνέβη και το μοιραίο. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Θεσσαλοί που συστράτευσαν με τους Πέρσες γνώριζαν από την ανάποδη το πέρασμα της Τραχίνας και το φωκικό τείχος που είχε σταματήσει στο παρελθόν τις "επισκέψεις" τους προς το νότο. Το μόνο που έπρεπε να βρεθεί ήταν ένας οδηγός που να γνωρίζει τα κατατόπια - και ήταν θέμα χρόνου μέχρι να εμφανιστεί κάποιος που θα έβλεπε και το δικό του όνομα να μἐνει ανεξίτηλο στους αιώνες. Αναθαρρυμένος ο Ξέρξης, αποσύρει αμέσως από την άσκπη σφαγή τους αθανάτους του Υδάρνη. Τους επιφυλάσσει μια πολύ καλύτερη αποστολή.

Ο Υδάρνης και όσοι απέμειναν από τους αθανάτους, κρυμμένοι στο σκοτάδι, ακολουθούν τον Εφιάλτη στο μονοπάτι που, μεταξύ Τραχίνας και Οίτης, θα τους φέρει στη νότια είσοδο του στενού. Κατά την αυγή της 19ης Σεπτεμβρίου είχαν φτάσει πλέον στην κορυφή του υψώματος και ξεκινούσαν την κατάβαση. Όπως περνούσαν από ένα δάσος με δρύες, ο θόρυβος από τα πατήματα στα πεσμένα φυλλώματα ξύπνησε τους Φωκείς που μες στο αχνός φως έψαχνα εναγωνίως τον οπλισμό τους. Ο Υδάρνης, μετά το πρωινό πάθημα από τους Λακεδαιμονίους, διστάζει μπροστά στο θέαμα. Δεν γνωρίζει αν αυτοί οι ημίγυμνοι που ετοιμάζονται από τον ύπνο να περάσουν στο θάνατο ή να τον συντρίψουν είναι Λακεδαιμόνιοι, σαν αυτούς που κατέσφαξαν την προηγούμενη μέρα το άνθος του περσικού στρατού. Δεν είναι ώρα για νέα πανωλεθρία, ο επικεφαλής σκέπτεται το ρίσκο, αλλά ο Εφιάλτης σπεύδει να τον καθησυχάσει : δεν είναι αυτοί που φοβάται, αλλά Φωκείς. Ο Υδάρνης δίνει το σύνθημα και μια βροχή βελών σκεπάζει τους υπερασπιστές του τείχους, οι οποίοι σκορπιζουν στη γύρω περιοχή. Οι αθάνατοι τους αγνοούν και συνεχίζουν προς το νότο.

Ο Λεωνίδας δεν πρέπει να κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ - πως να κοιμηθεί κάποιος που ξέρει ότι την άλλη μέρα θα πεθάνει; Ήδη από τις νυχτερινές ώρες ο Σπαρτιάτης βασιλιάς γνώριζε ότι οι Πέρσες είχαν αντιληφθεί το αυτονότητο και επρόκειτο να τον περικυκλώσουν :  λιποτάκτες από το αντίπαλο στρατόπεδο τον πληροφόρησαν για την αναπόδραστη τροπή των πραγμάτων και τον επικείμενο αποκλεισμό του. Οι όποιες αμφιβολίες του πρέπει να διαλύθηκαν όταν σκοποί και περίπολοι κατέφθασαν με νέα που επιβεβαίωναν τις αρχικές πληροφορίες. Με το πρώτο φως, ο Λεωνίδας καλεί συμβούλιο. Οι γνώμες για άλλη μια φορά διχάστηκαν, με άλλους να μη θέλουν να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες και άλλους να πιέζουν για γρήγορη υποχώρηση. Απόφαση δεν ελήφθη και ο καθένας έπραξε κατά το δοκούν. Ο Ηρόδοτος διασώζει και την άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή ο Λεωνίδας, αντιλαμβανόμενος το μάταιο του πράγματος, έδιωξε τους συμμάχους και έμεινε με τους Σπαρτιάτες. Έτσι όμως δεν εξηγείται η παραμονή των Θεσπιέων, αν βεβαίως κανείς δεν θέλει να πεισθεί ότι όντως στάθηκε αδύνατο να τους ξαποστείλει ο επικεφαλής. Δεν εξηγείται όμως ικανοποιητικά με κάποια από τις δύο εκδοχές και η παραμονή των Θηβαίων, των υπόπτων για μηδισμό. Το πιαθνότερο είναι ότι ο Λεωνίδας τους κράτησε με το ζόρι ή με απειλές για την τύχη της πόλης τους. Ακόμη πιο πιθανό είναι να επηρεάστηκε ο Ηρόδοτος από το μεταγενέστερο μηδισμό των Θηβαίων στη διήγησή του, όμως οι Θηβαίοι παρέμειναν στις Θερμοπύλες μέχρι την ύστατη στιγμή, προτιμώντας στο τέλος την παράδοση από το θάνατο.

Οι Σπαρτιάτες πήραν θέση στη βόρεια είσοδο του στενού, εκεί που έσκαγαν τα κύματα των περσικών επιθέσεων, στον κυματοθραύστη που σχημάτιζαν οι Έλληνες οπλίτες, αγωνιζόμενοι εναλλάξ στην πρώτη γραμμή, ώστε να μην κουράζονται. Αυτή την τελευταία μέρα όμως, η τιμητική θέση ανήκε αποκλεισικά στους μαχητές της ηγέτιδας της πανελλήνιας συμμαχίας. Και τούτοι ύψωσαν τη δόξα της πόλης τους στον ουρανό.

"Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε 
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".

"Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".

"Ξένε, να πεις στος Λακεδαιμονίους ότι σ' αυτή τη γη 
αναπαυόμαστε, υπακούοντας στις διαταγές της πόλης μας".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου