Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Μανιχαίοι - Β Μέρος


Οι Παυλικιανοί είπαμε ότι μεταφέρθηκαν από το Βασίλειο Β στη Θράκη και τη Μακεδονία για να ενισχυθούν δημογραφικά οι ευρωπαϊκές επαρχίες. Ο αυτοκράτορας που εξάρθρωσε το βουλγαρικό βασίλειο δεν φανταζόταν τις επιπτώσεις της απόφασής του. Εξήντα χρόνια μετά, η πρωτεύουσα θα σπαρασσόταν από θεολογικές έριδες, αλλά η υπόθεση εξελίχθηκε πολύ περισσότερο. Οι νέες περιοχές των Παυλικιανών, πλέον Βογομίλων, αποτελούσαν πέρασμα στην πορεία από την Ευρώπη στην Ανατολή. Αυτόν ακριβώς το δρόμο έπαιρναν οι σταυροφόροι, προς και από τους Αγίους Τόπους. Για άλλη μια φορά, μια αίρεση μεταδόθηκε μέσω του στρατού σε περιοχές πολύ απομακρυσμένες από την πηγή. Το νέο κέντρο της αίρεσης των Βογομίλων στη δύση θα ήταν η πόλη του Άλμπι στο Λανγκαντόκ, στη νότια Γαλλία, από όπου πηραν και το όνομά τους οι οπαδοί : Αλβηγινοί. Πιό γνωστοί όμως έγιναν ως Καθαροί...

Το πασίγνωστο επώνυνό τους το όφειλαν στην αντίληψή τους ότι ήταν οι μόνοι καθαροί χριστιανοί, οι μόνοι που πραγματικά απείχαν από κάθε απόλαυση και κάθε έργο του Σατανά. Όπως και οι μανιχαϊστές της αρχαιότητας, οι Καθαροί προχώρησαν το επίσημο δόγμα περί ασκητισμού και εγκράτειας πολλά βήματα παραπέρα. Κατέληξαν να μην καλλιεργούν την εύφορη γη τους, να μην συνευρίσκονται σεξουαλικά μεταξύ τους ούτε καν οι σύζυγοι, να απαγορεύουν την τεκνοποιία. Όπως είναι φυσικό, αν ακολουθείτο με αυστηρότητα το δόγμα των Καθαρών, η αίρεση θα εξέλιπε από προσώπου γης μέσα σε μία γενιά, λόγω της φυσικής εξαφάνισης των μελών της και της μη αναπαραγωγής του. Το κλειδί της επιβιώσης ήταν η ύπαρξη Καθαρών "δύο ταχυτήτων", των αυστηρών, που τηρούσαν πιστά τις απαγορεύσεις, και των "συμπαθούντων" που τους ενίσχυαν και τους συντηρούσαν στη ζωή. Έτσι λοιπόν, από θρησκευτική σέχτα, οι Καθαροί εξελίχθηκαν σε κίνημα υπέρ της ευταξίας της κοινωνίας, ενώ μετά σε καταγγελία κατά του υπάρχοντος καθεστώτος, σε διαμαρτυρία, σε κίνηση προς μια άλλη μορφή κοινωνίας. Οι Καθαροί ύψωσαν τη φωνή τους μαζί με όσους αντιδρούσαν στην εκκοσμίκευση του κλήρου και την υποκρισία της κοινωνίας. Εξαιρετικά επικίνδυνες εξελίξεις για τη δυτική Ευρώπη του 12ου αιώνα.

 Στο Λανγκαντόκ δεν υπήρχαν δουλοπάροικοι κάποιου βασιλιά, καθώς η περιοχή δεν ανήκε σε κάποιο βασίλειο. Δίπλα στις ελεύθερες κοινότητες δρούσαν βαρώνοι ως υποτελείς διαφορετικών ηγεμόνων, όπως του Αραγκόν, της Γερμανικής αυτοκρατορίας, της Γαλλίας. Από το Λανγκαντόκ και την Τουλούζη κατάγονταν οι περισσότεροι σταυροφόροι του 11ου και 12ου αιώνα, εκεί ο ξεπεσμός του κλήρου ήταν καταφανέστατος και οι αντιδράσεις εναντίον του πλήθαιναν. Το ίδιο το όνομα της περιοχής δεν σημαίνει κάτι άλλο παρά "το μέρος που ομιλείται η γλώσσα του Οκ", μια από τις δύο βασικές διαλέκτους της σλυγχρονης γαλλικής, αλλά τότε ουδεμία σχέση είχε με τη γλώσσα του βορρά. Ήταν λοιπόν μια εξαιρετική ευκαιρία για το Γάλλο βασιλιά να ενσωματώσει την περιοχή στην επικράτειά του, το ίδιο όμως επιθυμούσε και ο βασιλιάς του Αραγκόν. Για τον Πάπα οι αιρέσεις ούτως ή άλλως ήταν καταδικαστέες και στον υλικό κόσμο και στη μεταθανάτιο ζωή. Προφανώς λοιπόν, οι Καθαροί βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα : η επόμενη σταυροφορία δεν είχε στόχο τη μακρινή ανατολή, αλλά τη νότια Γαλλία...

Προηγουμένως, η προσπάθεια να επιλυθεί το ζήτημα μέσω της θεολογίας είχε αποτύχει. Το κίνημα κέρδιζε όλο και περισσότερους οπαδούς, είχε μάλιστα συγκληθεί η πρώτη Αλβηγινή σύνοδος στο Λανγκαντόκ, υπό τις ευλογίες του Έλληνα Καθαρού "Πάπα" από την Κωνσταντινούπολη, Νικήτα. Η υποδειγματική ζωή των Εκλεκτών και των Πιστών Καθαρών δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης των προθέσεών τους από την καθολική εκκλησία. Ωστόσο, όταν το κίνημα ξεκαθάρισε ότι, όπως οι πρώτοι χριστιανοί, δεν είχε καμία διάθεση να συνυπάρξει, αλλά η πίστη επέβαλε την καταστροφή της "βλάσφημης εκκλησίας του σταυρού", όταν ο πρώτος καθολικός επίσκοπος εκδιώχθηκε από την έδρα του, ο Ιννοκέντιος Γ  κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον τους το 1207.

Δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Είκοσι χρόνια διαρκούς πολέμου και ανελέτηων σφαγών από τις δύο πλευρές τελείωσαν μόνο με την προσάρτηση της περιοχής στο γαλλικό στέμμα. Η αντίληψη των τοπικών παραγόντων, βαρώνων και αξιωματούχων, ήταν ότι, ανεξαρτήτως Καθαρών ή Καθολικών, το όλο θέμα ήταν μια προκεκαλυμμένη εισβολή στα εδάφη τους. Την ίδια άποψη μοιραζόταν και ο βασιλιάς του Αραγκόν : ο Πέτρος Β΄, περίφημος για τη συντριβή των μουσουλμάνων της Ιβηρικής, προεξέχων μέλος της μάχιμης χριστιανοσύνης, σκοτώθηκε έξω από τα τείχη του Μουρέ, πολεμώντας στο πλευρό του Λανγκαντόκ εναντίον των εισβολέων, δηλαδή των ίδιων των καθολικών, αν και καθολικός ο ίδιος...Στο πλευρό του βρίσκονταν οι Ιωαννίτες ιππότες, ενώ οι Ναϊτες, πολύ φυσιολογικά, στην αντίπαλη παράταξη, απέναντι από τους ανταγωνιστές τους.

Παρά τις αναβιώσεις της αίρεσης ανά τους αιώνες, ίσως το πιο σημαντικό επακόλουθο της ύπαρξής της ήταν ένας νέος θεσμός καταστολής αντιφρονούντων. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος εξέδωσε νομοθεσία που ταύτιζε κάθε αίρεση με εσχάτη προδοσία κατά του ηγεμόνα. Ο πάπας Γρηγόριος Θ αρνήθηκε να παραχωρήσει στον αυτοκράτορα τη δικαιοδοσία να πατάσσει τις αιρέσεις (και τη δυνατότητα να απαλλάσσεται από ανεπιθύμητα πρόσωπα, κατηγορώντας τα για συμμετοχή σε αιρέσεις). Αντιθέτως, όρισε ότι μόνο εκκλησιαστικές αρχές θα μπορούσαν να αποφασίζουν καταδίκη για αίρεση. Είναι η γνωστή Ιερά Εξέταση...

Μανιχαίοι - Α Μέρος


Το δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, οι αντιμαχόμενες θρησκείες έχουν καταστήσει τη Μεσόγειο πεδίο μάχης, όχι τόσο μεταξύ τους, όσο μεταξύ του καλού και του κακού. Μιθραϊσμός, πυθαγορισμός και χριστιανισμός θεωρούν ύψιστο καθήκον των πιστών τους να δίνουν κάθε μέρα μάχη εναντίον του κακού σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας. Το κακό είναι η ανηθικότητα, η αμαρτία, το ψέμα, η ελευθεριότητα, η έκφραση, η βλασφημία, το σώμα, ο υλικός κόσμος στο σύνολό του. Η παρθενία ήταν η απόλυτη γυναικεία αρετή, η αυτοσυγκράτηση προαπαιτούμενο για την ευνοϊκή κρίση του θεού που άμεσα θα επέστρεφε στη γη για να κρίνει δικαίους και αδίκους (άρα, δεν υπήρχε και ιδιαίτερο νόημα να χάσει η παρθένος ό,τι πολυτιμότερον είχε,μιας και οι καρποί του έρωτά της θα ζούσαν ελάχιστα, αφού το τέλος του κόσμου ήταν πρό των πυλών, όπως είχαν προφητεύσει Μίθρας και Ιησούς). Μέσα στο κλίμα φανατισμού, ήταν θέμα χρόνου η γένεση μιας ακραίας αντιλήψεως. 

Το 276 μ.Χ. η ιεραρχία του ζωρωαστρισμού της Περσίας νόμισε ότι τελείωσε με τη διδασκαλία του αυτοκαλούμενου προφήτη των θεών, του Μάνη, ρίχνοντάς τον στην πυρά. Η διδασκαλία του όμως πέρασε ταχύτητα τα σύνορα της Περσίας και εισήλθε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου ήδη ο Μαρκίων κήρυττε ότι το απόλυτο κακό ήταν οι σωματικές απολαύσεις και η τεκνοποιία, αμφότερα έργα συνεργασίας με το σατανά. Πατέρες της εκκλησίας, όπως ο Ιερός Αυγουστίνος, γρήγορα προσυλητίστηκαν στη νέα αντίληψη ("αίρεση"). Ο Μάνης πήγε την αντίθεση του καλού με το κακό ένα βήμα παραπέρα. Πολύ λογικά, θεώρησε ότι αποκλείεται και τα δύο, τόσο διαφορετικά εξ' ορισμού, να εκπορεύονται από την ίδια ανώτερη ύπαρξη. Επομένως, αφού το ζητούμενο είναι η σωτηρία από τις αμαρτίες του σώματος και ο καθαρμός της ψυχής, συμπέρανε ότι ο πνευματικός κόσμος είναι δημιούργημα του θεού και ο υλικός, μαζί με τον άνθρωπο, είναι έργο του Σαταναήλ. Με δυό λόγια, απέρριπτε συλλήβδην τον υλικό κόσμο, όχι μόνο τις απολαύσεις αλλά και κάθε τί άλλο που ο απλός κόσμος θα το αποκαλούσε "καθημερινότητα". Ένας κόσμος πλασμένος από το θεό του κακού, ένα πεδίο μάχης, δύο θεοί, ένα έπαθλο : η ψυχή του ανθρώπου. Η απόλυτη μάχη ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα. 

Ο μανιχαϊσμός εξαπλώθηκε στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας και τον 5ο αιώνα θα δούμε κοινότητες Παυλικιανών και Μασσαλιτών εγκατεστημένες στα ανατολικά σύνορα, στη Συρία και την Αρμενία. Οι Παυλικιανοί απέρριπταν όλες τις τελετές της καθολικής εκκλησίας, όπως την ευχαριστία, το βάπτισμα, , την Παλαιά Διαθήκη, τη σταύρωση, τα σύμβολα, το γάμο και την τεκνοποιϊα. Τον 10ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ τους μετέφερε στις ερημωμένες από πληθυσμό Θράκη και Βουλγαρία, ως ανάσχεση στις επιδρομές των βορείων λαών. Εκεί οι Παυλικιανοί θα αναμειχθούν με τους πιστούς του Βούλγαρου ιερέα Βογομίλ και θα αποκτήσουν το όνομα με το οποίο έγιναν γνωστοί στη μέση βυζαντινή περίοδο : Βογομίλοι. Συνεχίζοντας να απορρίπτουν το εξωτερικό τυπικό της ορθόδοξης λατρείας, συνέστησαν ένα θεολογικό δόγμα πιο στιβαρό. Ο Σαταναήλ ήταν ο πρωτότοκος γιός του καλού θεού, έπεσε στη γη, διαχώρισε τα ύδατα (αυτός, κι όχι ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης), έκανε τη γη κατοικίσιμη, δημιούργησε τον ουρανό, αλλά στη δημιουργία του ανθρώπου συνάντησε δυσκολίες. Μη μπορώντας να εμφυσήσει ζωή στο δημιούργημά του, έκλεψε την ψυχή από τον πατέρα του. Φτάνουμε έτσι στο πυθαγόρειο δόγμα του Ζαγρέα Διονύσου και τη δημιουργία του ανθρώπου από δύο στοιχεία, το θεϊκό και το τιτανικό (ο άνθρωπος δημιοργήθηκε από τις στάχτες των κακών Τιτάνων, εμπλουτισμένες με τη σάρκα του νεκρού Διονύσου, τον οποίο είχαν προηγουμένως καταβροχθίσει, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν τη διαδοχή του Διός από τον εκλεκτό Υιό του). 

Για τους Βογομίλους, ο Ιησούς Χριστούς, δεύτερος γιός του καλού θεού, στάλθηκε στη γη για να σώσει τον άνθρωπο, δεν είχε όμως καμία συμμετοχή στον υλικό κόσμο, ούτε ενσαρκώθηκε, ούτε γεννήθηκε από την Παρθένο, εφόσον όλα αυτά ήταν δημιουργήματα του Σαταναήλ. Συνεπώς, ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν θα επιτευχθεί με τη θυσία του αποδιοπομπαίου τράγου, τη σταύρωση του Ιησού, αλλά με την ακολουθία της διδασκαλίας του που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση της ψυχής και την κατανόηση του κόσμου.

Η αίρεση διαδόθηκε τώρα στις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας και πέρασε και στην πρωτεύουσα. Αν και αρχικά οι Βογομίλοι απέρριπταν την ιεροσύνη, άρχισαν να αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την εξουσία και το ιερατείο όταν άρχισαν να δημιουργούν δική τους ιεραρχία. Η κοσμική εξουσία εξαπέλυσε πογκρόμ εναντίον τους, με αποκορύφωμα τη θανάτωση του επικεφαλής τους, του μοναχού Βασιλείου στα τέλη του 110ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχικά ιατρός Βασίλειος κήρυξε την απόρριψη του υλικού κόσμου σε μια αυτοκρατορία γεμάτη απογοήτευση και απαισιοδοξία μετά τις συνεχείς ήττες σε όλα τα μάτωπα, κέρδισε πολλούς υποστηρικτές εξαιτίας της ασκητικής ζωής του που του χάρισε το κύρος του ζώντος αγίου, δημιούργησε έναν κύκλο δώδεκα αποστόλων, ζήτησε τον προσηλυτισμό όλου του κόσμου αλλά μέχρις εκεί. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός τον πέρασε από δίκη που τον καταδίκασε στο θάνατο στην πυρά. Εκεί περίπου έλαβαν τέλος οι όποιες αντικοινωνικές απειλές εκφράζονταν μέσω της απόλυτης άρνησης των εγκοσμίων από τους μανιχαϊστές Βογομίλους...

...στην Ανατολή τουλάχιστον. Γιατί στη δύση, η υπόθεση μόλις ξεκινούσε...

Μολδοβλαχία (1820) - Β μέρος


Μια κάποια προεργασία είχε γίνει για να κερδηθεί η υποστήριξη των «άλλων», αλλά όσο ο Υψηλάντης βραδυπορούσε – με ρυθμούς ανάπηρης χελώνας, προς το Βουκουρέστι, τα νέα δεν ήταν καλά. Ο αγγελειαφόρος προς τον Ομπρένοβιτς είχε συλληφθεί από τους Οθωμανούς και  η ειδοποίηση δεν έφτασε ποτέ στη Σερβία. Έτσι, οι Σέρβοι έκατσαν στα αυγά τους και ούτε αργότερα συνέδραμαν οργανωμένα, αν και Μαυροβούνιοι και Σέρβοι στρατολογήθηκαν στο Βουκουρέστι, αναμένοντας τον ηγέτη. Ο Υψηλάντης χρειάστηκε ένα μήνα για να καλύψει τη μικρή απόσταση από τα ρωσικά σύνορα ως το μεγάλο κέντρο της περιοχής, αν και δεν συνάντησε πουθενά αντίσταση. Κι όταν τελικά έκανε τον άθλο να φτάσει, τα πράγματα βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση.

Ο Θεόδωρος Βλάδιμηρέσκου καμία όρεξη δεν είχε να αλλάξει δεσπότη. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας μπορεί να το έπαιζαν διαφωτιστές και μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά το έκαναν εις βάρος των ντόπιων. Πολλές φορές φέρονταν με την ίδια σκληρότητα που είχαν απολαύσει οι υπήκοοι και από τους Οθωμανούς. Σκοπός του ηγέτη των Βλάχων ήταν η απελευθέρωση του πληθυσμού από την τυραννία, όχι η αλλαγή τυράννου. Η σύγκρουση με τους Έλληνες ήταν αναπόφευκτη, οι δυνάμεις στο Βουκουρέστι διαλύθηκαν από μόνες τους, πριν καν πληροφορηθούν την προσέγγιση των οθωμανικών στρατευμάτων. Ο Βλαδιμηρέσκου κατηγορήθηκε ως ο μοναδικός υπεύθυνος της συμφοράς και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, μετά από μια δίκη παρωδία.

Τα ίδια χάλια επικρατούσαν και στο Ιάσιο, με τον Υψηλάντη να έχει χάσει πλήρως τον έλεγχο ακόμη και στα ίδια του τα στρατεύματα. Λιποταξίες, συγκρούσεις και πεσμένο ηθικό προμήνυαν δυσμενείς εξελίξεις που δεν άργησαν να γίνουν πραγματικότητα. Ο όγκος του επαναστατικού στρατού ξεκίνησε να συγκεντρώνεται στο Δραγατσάνι και ο Υψηλάντης έδωσε διαταγή να ξεκουραστούν οι στρατιώτες. Σιγά μην ακολουθούσαν τις διαταγές του! Σε μια ανέλπιδη σύγκρουση με τον Γιουσούφ Πασά, οι επαναστατικές δυνάμεις διαλύθηκαν και 200 από τους 300 ιερολοχίτες γνώρισαν ένδοξο θάνατο χωρίς να το κουνήσουν από τη θέση τους μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Απελπισία έπιασε τον Υψηλάντη, ο οποίος κατέφυγε με επτά συντρόφους στην Αυστρία. Συνελήφθη και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην αιχμαλωσία, την ίδια ώρα που οι επιτελείς του έβρισκαν το θάνατο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, πιστοί στον όρκο τους. Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης έπεσε στο πεδίο της μάχης, αρνούμενος να καταφύγει στη Ρωσία, ο Γιωργάκης Ολύμπιος προτίμησε να ανατιναχτεί στη μονή του Σέκου αντί να δώσει πίστη στις διαβεβαιώσεις των Τούρκων, ενώ ο Ιωάννης Φαρμάκης που τους πίστεψε, γνώρισε μαρτυρικό θάνατο στην Κων/λη.

Έτσι έσβησε η πρώτη εστία της επανάστασης. Έπεσε θύμα της κάκιστης οργάνωσης και του ανύπαρκτου σχεδιασμού, προσέφερε όμως τον αντιπερισπασμό που χρειαζόταν στη Ρούμελη και στο Μοριά για να ξεσηκωθούν. Το σύνολο των οθωμανικών στρατευμάτων βρισκόταν απασχολημένο στο βορρά της Βαλκανικής και στην πολιορκία των Ιωαννίνων, όπου ο Αλή πασάς δεν έλεγε να παραδοθεί. Άθελά του αυτός, προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα, όχι μόνο απασχολώντας τους Οθωμανούς. Έχοντας με το μέρος του αρκετούς προύχοντες, κλέφτες και αρματωλούς, τους κατέστησε εχθρούς της Πύλης. Ουσιαστικά, όλοι αυτοί δεν είχαν πια την επιλογή να προσκυνήσουν. Έπρεπε πια να πολεμήσουν.

Μολδοβλαχία (1820) - Α μέρος


1820, φθινόπωρο.

Ως το 1819, η Φιλική Εταιρεία δεν αριθμούσε πάνω από χίλια μέλη. Η μεταφορά του κέντρου στην Κωνσταντινούπολη και το άνοιγμα προς το Μοριά πολλαπλασίασε τους εγγεγραμμένους κατά αρκετές φορές μέσα σε ένα χρόνο. Αυτό όμως είχε και τα κακά του. Ο πυρετός ανέβαινε, η αδημονία που γινόταν φανερή ξύπνησε τις υποψίες των Οθωμανών, ενώ τα νέα μέλη ήθελαν να ξέρουν ποιος είναι ο επικεφαλής της Ιδέας. Το κόλπο της Αόρατης Αρχής είχε πιάσει τόπο τα πέντε περασμένα χρόνια, αλλά οι τρεις ιδρυτές (Σκουφάς, Τσακάλωφ, Ξάνθος) δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να διαχειρίζονται μια ακέφαλη μυστική οργάνωση. Κι επειδή επί χρόνια είχαν αφήσει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα το όνομα του Καποδιστρία, με την υποτιθέμενη αρωγή του ίδιου του Τσάρου, σε αυτόν απευθύνθηκαν και του προσέφεραν την ηγεσία της Εταιρείας.

Ο Καποδίστριας είχε κάθε λόγο να αρνηθεί και ο αμέσως επόμενος υποψήφιος φάνηκε πολύ πιο πρόθυμος. Ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν στρατιωτικός – με την ηγεσία στα χέρια του, η Εταιρεία πέρασε σε άλλο καθεστώς : στην πολεμική προετοιμασία. Περισσότερο όμως τα ίδια τα γεγονότα καθόριζαν πλέον τις πράξεις.

Φθινόπωρο 1820 λοιπόν. Ο Υψηλάντης έχει αποφασίσει ότι η επανάσταση θα ξεκινήσει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Μολδαβία και η Βλαχία τελούσαν υπό ιδιαίτερο καθεστώς ημιαυτονομίας. Ο σουλτάνος ήταν αναγκασμένος να διορίζει χριαστιανούς ηγεμόνες (από την τάξη των Φαναριωτών κατά κανόνα), ενώ δεν μπορούσε να εισβάλλει στην περιοχή χωρίς ρητή έγκριση του Τσάρου. Ο Υψηλάντης έλπιζε ότι αυτή η έγκριση θα καθυστερούσε τόσο, ώστε να του αφήσει αρκετό χρόνο να συγκεντρώσει δυνάμεις και να κατευθυνθεί προς νότον.

Το πράγμα πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, καθώς η οργάνωση ήταν για κλάματα, χωρίς σχεδιασμό και κεντρική κατεύθυνση. Επειδή άλλη καθυστέρηση δεν χωρούσε, ο Υψηλάντης πέρασε βεβιασμένος τον Προύθο, το ποτάμι που χωρίζει τη Μολδαβία από τη Ρωσία, το Φεβρουάριο του 1821, συνοδευόμενος από επτά μόλις άτομα. Βασιζόταν στη στρατολόγηση του ντόπιου πληθυσμού και την υποστήριξη των τοπικών αρχόντων.

Την ίδια ώρα που πέρναγε το ποτάμι, είχε ήδη διαπράξει έγκλημα, μιας και δεν είχε ιδέα από τα παιχνίδια της διεθνούς διπλωματίας. Οι ηγέτες της Ιεράς Συμμαχίας συνεδρίαζαν και ανάμεσα στα θέματά τους ήταν οι νουθεσίες προς τον Τσάρο να μετριάσει την υποστήριξή του στα κινήματα των χριστιανών στη Βαλκανική. Με την πλάτη στον τοίχο, ο Τσάρος έμαθε το νέο κίνημα στη Μολδοβλαχία, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας συνταγματάρχης του στρατού του, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε να διακηρύξει ότι δρα με την ανοχή και την υποστήριξη του Ρώσου αυτοκράτορα. Ο τσάρος Αλέξανδρος καταδίκασε απευθείας το κίνημα, αλλά εδώ μπαίνει στο παιχνίδι ο Καποδίστριας.

Ως υπουργός εξωτερικών του Τσάρου, ο μετέπειτα κυβερνήτης συνέταξε το καταγγελτικό διάταγμα του Αλεξάνδρου. Αντί λοιπόν της συνήθους πρακτικής της Ιεράς Συμμαχίας να καλείται σύμπραξη με τον θιγόμενο ηγεμόνα, ο Καποδίστριας καταδίκασε μεν το κίνημα, αλλά πέτυχε την ουδετερότητα των Δυνάμεων. Έτσι, έδωσε μια ευκαιρία στην επανάσταση να βλαστήσει.

Στη Μολδαβία όμως, ο Υψηλάντης έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να συμβεί το αντίθετο. Δεν είχα λάβει υπόψη του τους άλλους παίχτες στο τραπέζι, τους επικεφαλής των άλλων εθνοτικών ομάδων της περιοχής. Τα ονόματα αυτών : Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου (ηγέτης των Βλάχων) και Μίλος Ομπρένοβιτς (ηγεμόνας της Σερβίας). 

Ιταλία


Η ιταλική χερσόνησος ενοποιήθηκε πολιτικά δύο φορές : μια από τους Ρωμαίους τον 2ο αιώνα π.Χ. και μία από το Μουσολίνι στη δεκαετία του '30. Αυτό βεβαίως δεν εμποδίζει το ιταλικό κράτος να δηλώνει αμεσότατος απόγονος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να αντλεί την καταγωγή του από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Κάτωνα και τον Κικέρωνα. Οι μεγάλες προσωπικότητες των Λατίτων αποτελούν "αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής μας παράδοσης". Μάλιστα.

Η αρχαιότητα ήταν γεμάτη πολέμους για την ταλαιπωρημένη χερσόνησο. Πήρε στους Ρωμαίους κάπου πέντε αιώνες μέχρι να υποτάξουν τους πάντες στην Ιταλία, από κάτι περίεργες φυλές όπως τους Σαβίνους ως τους Ετρούσκους και τους Έλληνες. Ιταλία τον 2ο αιώνα ήταν η περιοχή μέχρι και τον Πάδο, διότι παραπέρα, εκεί που σήμερα είναι το Μιλάνο και το Τορίνο, ήταν η Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, η οποία ενσωματώθηκε οριστικά λίγο πριν την πρώτη τριανδρία.

Με τις βαρβαρικές μεταναστεύσεις ήρθε το χάος. Η Ρώμη έπεσε το 476, αλλά ήδη φυτοζωούσε για έναν αιώνα. Από τότε, και για περίπου 1400 χρόνια, εξαφανίστηκε η έννοια της πολιτικής ένωσης. Από τη χερσόνησο πέρασαν διαδοχικά όλες οι φυλές του Ισραήλ : Ανατολική αυτοκρατορία, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Ενετοί, προτού οι Λογγοβάρδοι σαρώσουν τους πάντες και επικρατήσουν πληθυσμιακά. Κάτι αιώνες παραπέρα, η Ιταλία είναι κατακερματισμένη, με την άνοδο του παπισμού να καθιστά την περιοχή ζωτικής σημασίας. Τα άπειρα κρατίδια της χερσονήσου αποτελούσαν διακαή πόθο των Γερμανών αυτοκρατόρων : κάθε εστεμμένος επικεφαλής του γερμανικού έθνους που σεβόταν τον εαυτό του ήταν υποχρεωμένος να διεξάγει εκστρατεία εντυπώσεων στην Ιταλία και να πάρει το χρίσμα από τα χέρια του Ποντίφηκα.

Στον ιταλικό νότο το βασίλειο της Νεαπόλεως και των Δύο Σικελιών ήταν μια περίεργη περίπτωση. Από τα χέρια του Γερμανού αυτοκράτορα πέρασε στους Ανζού, στους Καταλανούς, ξανά στους Γάλλους κ.ο.κ., χωρίς ποτέ να ακολουθήσει την πορεία του βορρά. Μεταξύ των δύο περιοχών παρεμβάλλονταν τα παπικά κράτη, τα οποία συετέλεσαν στην ανεξάρτητη πορεία των κρατιδίων της χερσονήσου. Η ιστορία των Γερμανών αυτοκρατόρων επαναλήφθηκε με τους Γάλλους βασιλείς του 15ου και 16ου αιώνα, οι οποίοι διεξήγαν συνεχείς πολέμους στον ιταλικό βορρά, με στόχο τις πάμπλουτες εμπορικές πόλεις. Η πουλδιάσπαση όμως θα επιμείνει, ακόμη και υπό την επιρροή της αυτοκρατορίας των Αψβούργων της Βιέννης από τον 17ο αιώνα και μετά.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα του 19ου αιώνα και την άνθηση του ιστορικισμού προκειμένου να μπουν τα θεμέλια της "επανένωσης" (???) της Ιταλίας. Στην πρωτοπορία το βασίλειο του Πεδεμοντίου, του περήφανου βασιλιά Βιτόριο Εμμανουέλε και του παμπόνηρου πρωθυπουργού Καβούρ. Υπό την αιγίδα του βασιλείου θα ενωθεί η βόρεια Ιταλία, χάρη στην πολιτική του Καβούρ, ο οποίος ενέπλεξε σε πόλεμο τις δύο ενδιαφερόμενες για την περιοχή χώρες, την Αυστρία και τη Γαλλία, για να επωφεληθεί τελικά το Πεδεμόντιο. Η ιταλική ενοποίηση προχώρησε με το Βενεβέντο και την Τοσκάνη, για να ακολουθήσει ο νότος. Το επιστέγασμα ήρθε με τη σκανδαλώση συμφωνία του Μουσολίνι με το Βατικανό, η οποία και διορθώθηκε τη δεκαετία του '70.

Όταν η χερσόνησος, πλην των παπικών κρατών, ενοποιήθηκε, μόλις το 2% του πληθυσμού μιλούσε την "επίσημη" ιταλική γλώσσα, "απευθείας απόγονο της λατινικής, όπως και οι άνθρωποι της Ιταλίας έχουν το αίμα των Ρωμαίων στις φλέβες τους". Από τους κάθε λογής πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν ανά τους αιώνες στην Ιταλία η λατινική πήρε τόσο διαφορετική εξέλιξη, ώστε άνθρωποι που δεν τους χώριζαν ούτε διακόσια χιλιόμετρα να μην μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η υπόθεση "διορθώθηκε" και το "έθνος αφυπνίστηκε" με τη συστηματική εξολόθρευση των επιμέρους γλωσσών, οι οποίες αποκλείστηκαν από το γραπτό λόγο, με αποτέλεσμα να περιπέσουν στο καθεστώς της διαλέκτου πενήντα χρόνια μετά, με τη βοήθεια βεβαίως και της καθολικής δωρεάν παιδείας που δίδασκε τη νέα γλώσσα ("απευθείας απόγονο της λατινικής του Κάτουλλου"). Σε πείσμα όμως της κεντρικής εξουσίας, τόσο οι διαφορές όσο και οι διάλεκτοι επιμένουν να υφίστανται, παρόλες τις "αφυπνιστικές σταυροφορίες και τα καλέσματα εθνικής ενότητας". Ωστόσο, φαίνεται πως είναι θέμα χρόνου η πλήρης ομογενειοποίηση και το τέλος της διαδικασίας εθνογένεσης στην Ιταλία, τον "άμεσο απόγονο και κληρονόμο της ρωμαϊκής κληρονομιάς".

Από όλο τον περίεργο συρφετό ηγεμόνων, λαών και εισβολέων, το κεντρικό κράτος παρήγαγε μια γλώσσα και έναν ενοποιητικό εθνικό μύθο για να στηρίξει το νεοπαγές μόρφωμα. Η επιλογή του εθνικού μύθου δεν ήταν τυχαία. Αν και η σύνδεση είναι τόσο απίθανη όσο και του Αρναούτογλου με τον Περικλή, οι Λατίνοι ήταν η μόνη επιλογή. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε ενοποιημένη η Ιταλία, δίχως διαφορές και διαφοροποιήσεις. Οποιοδήποτε άλλο στήριγμα θα απέκλειε αυτομάτως κάποια από τις περιοχές του νέου κράτους. Η αναζήτηση εθνικού προτύπου ταξίδεψε 2000 χρόνια μακριά, παρέκαμψε δύο χιλιετίες εξελίξεων και εκατομμύρια ανθρώπους, προκειμένου να δώσει ζωή στο έθνος.

Ο Μαχμούτ Β' και η Επανάσταση


Σουλτάνος όταν ξέσπασε η επανάσταση ήταν ο Μαχμούτ Β΄, "ο σημαντικότερος ηγεμόνας της τελευταίας φάσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας". Ήταν το τρίτο στη σειρά μέλος της οικογένειάς του μεταρρυθμιστής σουλτάνος. Από το θρόνο είχαν ήδη περάσει ο ξάδερφός του κι ο αδερφός του, αλλά με κατάληξη διόλου ευχάριστη για τους ίδιους. Ήταν πολύ δύσκολο να προσπαθήσεις να κάνεις μεταρρυθμίσεις σε ένα απηρχειωμένο σύστημα που οι γενίτσαροι και οι θρησκευτικοί ηγέτες πάλευαν να κρατήσουν όρθιο, αποφεύγοντας τους νεωτερισμούς από την άπιστη Ευρώπη. Οι συγγενείς του Μαχμούτ πλήρωσαν με τη ζωή τους την προσπάθειά τους να γκρεμίσουν τις συντηρητικότατες δομές της αυτοκρατορίας. Ο Μαχμούτ όμως ήταν άλλη περίπτωση. 

Η αυτοκρατορία βρισκόταν σε ελεεινή κατάσταση το 1821. Εκτός από την απόσχιση της Αιγύπτου υπό τον Μεχμέτ Αλή και την αποστασία του Αλή Πασά, είχε τρομερά πορβλήματα με την εξέγερση στην Περσία, ενώ από την πλήρη συντριβή της από τη Ρωσία την έσωζε μόνο η υποστήριξη των άλλων Δυνάμεων. Τακτικός στρατός δεν υπήρχε. Αυτός ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τους γενίτσαρους και το ιερατείο της Πόλης, άψογα εξυπηρετούμενους από το απηρχειωμένο σύστημα.Οι γενίτσαροι και οι γαζήδες επί χρόνια θυμούνταν να ξεχνούν την υποχρέωση στράτευσής τους και η συγκέντρωση στρατευμάτων επαφείετο στην καλή θέληση και την οργανωτικότητα των κατά τόπους πασάδων. Η ελληνική επανάσταση εξυπηρετούσε απόλυτα τους σκοπούς του υπολογιστή Μαχμούτ. Τα οχυρά δεν είχαν προμήθειες, ούτε είχαν συντηρηθεί από τον καιρό του ενετικού πολέμου (εκατό χρόνια πριν), τα πλοία δεν ήταν σε κατάσταση να αποπλεύσουν, οι γενίτσαροι αρνήθηκαν ξανά να στρατευτούν...

Ήταν μιας πρώτης τάξεως αφορμή να ξεφορτωθεί τους Φαναριώτες, επί αιώνες μεσάζοντες μεταξύ της Πύλης και των Δυνάμεων. Το κενό στη διπλωματία και την πολιτική έπρεπε να καλυφθεί άμεσα - προφανώς από Οθωμανούς. Με τον τρόπο αυτό, κοιμίζοντας το ιερατείο, κατάφερε να ξεπεράσει τον ισλαμικό αφορισμό όσων μάθαιναν τις γλώσσες των χριστιανών. Σύντομα, μια νέα ιεραρχική τάξη, αποτελούμενη από Οθωμανούς, έκανε την εμφάνισή της και ανέλαβε τα ηνία της χώρας, με τις ευλογίες των συντηρητικών που δεν είδαν την παγίδα του σουλτάνου. Το πρώτο βήμα προς τον εκσυγχρονισμό είχε γίνει. Το δεύτερο θα ακολουθούσε μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά θα ήταν καταλυτικό.

Μέχρι το 1825 είχε γίνει πασιφανές ότι η αυτοκρατορία δεν μπορούσε με τίποτα να καταστείλει την ελληνική επανάσταση σε στεριά και θάλασσα. Όλοι γνωρίζουμε για τις καταστροφές του Ιμπραήμ στην Πελ/σο, αλλά όχι αυτό που παιζόταν στα παρασκήνια. Η προσέγγιση με την Αίγυπτο δεν ήταν μια τυχαία κίνηση του σουλτάνου. Ο Μαχμούτ βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταδείξει στο ιερατείο και τους συντηρητικούς τις δυνατότητες των νεωτερισμών που είχαν συντελεστεί στην Αίγυπτο - ενώ επί τέσσερα χρόνια η εικόνα που έφτανε στην Κων/λη ήταν η πλήρης αδυναμία του υπάρχοντος συστήματος να πετύχει έστω και το παραμικρό. Η συμμαχία με την Αίγυπτο άλλαξε άρδην την κατάσταση. 

Μέσα σε ένα χρόνο, συντηρητικοί και μη αντελήφθησαν τη διαφορά. Κάσος, Σάμος, Ψαρά αποτελούσαν παρελθόν για τους επαναστάτες, ο Ιμπραήμ αποβίβασε το τακτικό του σώμα στη Μεθώνη και σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, προτού περάσει στο Μεσολόγγι για να σφίξει την πολιορκία που είχε ξεκινήσει ο Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής). Η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη : απαιτούνταν αλλαγές και μάλιστα ραγδαίες. Ο Μαχμούτ Β΄ χρόνια περίμενε τη στιγμή...

...αλλά ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Οι μεταρρυθμίσεις φόρεσαν ξανά τον πέπλο του παρελθόντος και οι κλασικές κινήσεις προπαγάνδας άνθισαν και πάλι : το ηρωικό παρελθόν, οι παραδόσεις που χάνονται, οι κρίσιμες στιγμές, αναβίωση των ένδοξων ημερών κλπ κλπ κλπ. Στα πλαίσια αυτά, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά τακτικός στρατός από Οθωμανούς και μόνο, ενώ οι γενίτσαροι διατάχθηκαν να ενσωματωθούν ή να διαλυθούν. Προτίμησαν να εξεγερθούν, αλλά η τελευταία πραξικοπηματική τους κίνηση σε διάστημα έξι αιώνων πνίγηκε στο αίμα και σήμανε το τέλος του θεσμού, με τις ευλογίες μάλιστα του πρώτου Μουφτή. Ο αέρας των αλλαγών σήκωσε μετά το ιερατείο, τους Μπεκτατσήδες, τους τεκέδες, τα ισλαμικά ιδρύματα, το φέσι, τους πολλούς στρατηγούς. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαχμούτ Β΄ κατάφερε επιτέλους να μείνει μόνος κυρίαρχος στην αυτοκρατορία.

Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν η εισαγωγή εκπαιδευτών και εμπειρογνωμόνων από τη Δύση, αλλά είχε ένα αγκάθι στις σχέσεις του με τις Δυνάμεις : την ελληνική επανάσταση. Ο Μαχμούτ πολύ θα ήθελε να υπέγραφε την ίδια στιγμή το διάταγμα της απελευθέρωσης, αλλά το πλήθος θα τον έτρωγε ζωντανό. Ίσως λοιπόν η ρωσική εισβολή που έφερε το χρυσό γένος στην Αδριανούπολη και η συντριβή στο Ναυαρίνο να ήρθαν ξανά την κατάλληλη στιγμή. Ο σουλτάνος μπόρούσε πλέον να απεμπλακεί από την υπόθεση με ελάχιστο κόστος και να ανοίξει το δρόμο στο Ταντζιμάτ - τη μεταρρύθμιση. Η ακούσια προσφορά της ελληνικής επανάστασης στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ανεκτίμητη.

Θερμοπύλες


Ο περσικός στρατός έφτασε μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών στις 12 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., δύο εβδομάδες περίπου ύστερα από την αναχώρηση από την κοιλάδα των Τεμπών. Ο Ξέρξης, μαθαίνοντας πως το πέρασμα φυλάσσεται από ελληνικές δυνάμεις, αποφασίζει να στρατοπεδεύσει και να περιμένει το στόλο του. Τα νέα όμως που τελικά έφτασαν σ'αυτόν, μετά από τέσσερις ημέρες, ήταν απογοητευτικά. Ένα σημαντικό μέρος του στόλου του, πιθανώς περί τα τετρακόσια πλοία, είχαν καταστραφεί μετά από θύελλα που είχε πλήξει επί ημέρες την περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Μαγνησίας. Όσο ο περσικός στόλος επιδιόρθωνε τις ζημιές του, ο Ξέρξης ήταν αναγκασμένος να περιμένει, καθώς χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις αλληλοϋποστηρίζονταν : ακόμη κι αν περνούσε τα στενά συντρίβοντας τους επίμονους και ολιγάριθμους αντιπάλους του, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει προς νότο, εκτός αν δεν τον πείραζε να είναι εκτεθειμένο το στράτευμα και οι γραμμές εφοδιασμού του στις επιθέσεις του ελληνικού στόλου. Αναμονή λοιπόν μπροστά στο πέρασμα προς την Αθήνα και την Πελοπόννησο ήταν η μοναδική λογική επιλογή του Μεγάλου Βασιλιά.

Ποιοί και πόσοι ήταν αυτοί που του έκλειναν το δρόμο. Η πανελλήνια συμμαχία είχε ορίσει αρχικό σημείο αντίστασης την κλεισούρα των Τεμπών, ώστε να προφυλαχθεί τουλάχιστον η Θεσσαλία και οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της να μην ενισχύσουν τον Ξέρξη. Μια σημαντική ελληνική δύναμη έμεινε μόλις λίγες μέρες στην περιοχή, προτού υποχωρήσει, φοβούμενη προδοσία των επικεφαλής των Θεσσαλών, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά ύποπτοι για μηδισμό. Νέο σημείο αντίστασης ορίστηκαν οι Θερμοπύλες, αλλά καμία μέριμνα δεν έγινε να σταλθεί στρατός στο στενό, παρά μόνο όταν μαθεύτηκε η αναχώρηση του Ξέρξη από την Πιερία, στα τέλη Αυγούστου. Οι περιστάσεις ήταν κρίσιμες και η ανάγκη υπερκέρασε σε κάποιο βαθμό το σεβασμό των Σπαρτιατών στις θρησκευτικές τους παραδόσεις. Ήταν η περίοδος εορτασμού των Καρνείων και κανείς νέος άνδρας δεν επιτρεπόταν να αναχωρήσει από την πόλη. Ωστόσο, δόθηκε εντολή στο βασιλιά Λεωνίδα, αδερφού του Κλεομένη και γιού του Αναξανδρίδα, των ανθρώπων που γιγάντωσαν την πελοποννησιακή συμμαχία, να βαδίσει προς τις Θερμοπύλες, παίρνοντας μαζί μόνο την προσωπική του φρουρά, αποτελούμενη από τριακόσιους ώριμους σε ηλικία Σπαρτιάτες, συν κάποιους είλωτες. Η ελπίδα ήταν ότι ο Λεωνίδας στην πορεία του θα συγκέντρωνε στρατεύματα ικανά να υπερασπίσουν το στενό μέχρι να φτάσει το σύνολο του στρατού, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ήταν η περίοδος των Ολυμπιακών αγώνων και οι πόλεις της Πελ/σου βρήκαν μια εξαιρετική δικαιολογία να μη στείλουν σημαντικές δυνάμεις εκτός της περιοχής, προτιμώντας να κρατήσουν τις δυνάμεις τους για όταν θα υπήρχε ανάγκη να υπερασπιστούν τον ισθμό της Κορίνθου. Η άποψη του Ηροδόρου είναι πως, όπως και η Σπάρτη, οι πόλεις της Πελ/σου δεν περίμεναν πως το στενό θα έπεφτε τόσο γρήγορα και έστειλαν μικρές δυνάμεις ως εμπροσθοφυλακή της κύριας δύναμης.

Έτσι, όταν ο Λεωνίδας περνούσε τα όρια της Πελοποννήσου, είχε μαζί του 2.100 Αρκάδες, τετρακόσιους Κορινθίους, 200 Φλειουσίους και 80 Μυκηναίους. Σε αυτούς προστέθηκαν οι περίφημοι 700 Θεσπιείς, οι διαβόητοι 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και ένας απροσδιόριστος αριθμός Λοκρών. Στο σύνολο, οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους έξι χιλιάδες άνδρες. Όταν έφτασε στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας αντιμετώπισε την ίδια κατάσταση που προβλημάτισε και τον Ευαίνετο στα Τέμπη. Ο τρόμος προς τον επερχόμενο κίνδυνο οδηγούσε τους Έλληνες, ειδικά τους Πελ/σίους, σε σκέψεις νέας υποχώρησης προς το ασφαλές σημείο του Ισθμού, κοντά στις πατρίδες τους. Χρειάστηκε όλη η πειθώ του Λεωνίδα και οι έντονες διαμαρτυρίες Φωκέων και Λοκρών προκειμένου να συγκρατηθούν οι σύμμαχοι.

Την επομένη της αφίξεως στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας θα πρέπει να έγινε έξω φρενών, μαθαίνοντας κάτι που θα ήταν πολύ καλύτερο να το είχε πληροφορηθεί πρωτύτερα η ηγεσία της πανελλήνιας συμμαχίας. Υπήρχε παρακαμπτήριος δρόμος που μέσω της Τραχίνας οδηγούσε στο νότιο μέρος του στενού, ακριβώς δηλαδή στα νώτα των υπαρεσπιστών. Υπήρχε ένα τείχος που είχαν χτίσει πολύ παλιά οι Φωκείς για να αποκρούουν τις εισβολές των Θεσσαλών, αλλά όχι μόνο ήταν ερειπωμένο, αλλά η φύλαξή του απαιτούσε πολλούς άνδρες. Αυτό ήταν που δεν διέθετε ο Λεωνίδας : άνδρες αρκετούς και διμέτωπη φύλαξη και πόλεμο. Αφού λοιπόν κράτησε τους συμμάχους με νύχια και με δόντια στις Θερμοπύλες, έστειλε αμέσως αγγελειοφόρους στα μετώπισθεν με επείγουσα έκκληση για ενισχύσεις. Συν Αθηνά και χείρα κίνει λέει η παροιμία και ο Λεωνίδας επισκεύασε άρον άρον το φωκικό τείχος και έταξε στη φύλαξή του τους φυσικούς υπερασπιστές του, τους Φωκείς. Το μόνο που έλπιζε τώρα ήταν να καθυστερήσει ο Ξέρξης στην κάθοδό του από την Πιερία, ώστε να προλάβουν να φτάσουν οι ενισχύσεις. Ο Ξέρξης όμως δεν χρονοτρίβησε και έφτασε στα στενά την ώρα που χρειαζόταν για να κατανοήσει ο Λεωνίδας και οι άνδρες του ότι το φάσμα του ολέθρου πλησιάζει.

Ακολούθησαν οι τέσσερις μέρες απραξίας, τις οποίες ο Ηρόδοτος αποδίδει στην αλαζονία του Πέρση βασιλιά και στην ελπίδα του ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν μπροστά στη δύναμη των αριθμών. Δεν υπολόγισε τους σπαρτιατικούς νόμους, το φρόνημα των αντιπάλων του, αλλά και τα δεδομένα της κατάστασης. Χώρος για περαιτέρω υποχώρηση δεν υπήρχε, από οπισθοχώρηση σε οπισθοχώρηση το πήγαινε η πανελλήνια συμμαχία και νέα αναβολή της αντίστασης πιθανώς θα υπέσκαπτε σοβαρά τα θεμέλιά της, αλλά και το ηθικό των ελληνικών πόλεων. Έχει προταθεί η άποψη ότι η Σπάρτη θυσίασε το βασιλία της και το άνθος των βετεράνων μαχητών της για χάρη της πανελλήνιας συμμαχίας, όταν οι Έλληνες χρειάζονταν ένα σημείο αναφοράς, ένα στήριγμα για τις ελπίδες τους, μια πυξίδα για την μελλοντική δράση. Ο παράγοντας Αθήνα δεν πρέπει να παραγνωρίζεται : με το στενό εγκατελειμμένο και τους Θηβαίους ολιγαρχικούς έτοιμους να μηδίσουν, ο δρόμος του Ξέρξη ήταν ανοιχτός προς νότο. Αν δεν δινόταν μια μάχη, έστω και για λόγους εντυπώσεων, για να φανεί ότι δεν αφήνεται η Αθήνα στην τύχη της, το μέλλον των ελληνικών πόλεων δεν ήταν καθόλου ρόδινο. Ήδη οι Αθηναίοι έκαναν σκέψεις να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην Ιταλία, μακριά από τον κίνδυνο και ο Θεμιστοκλής κατέστησε σαφές στου Πελ/σίους ότι η πόλη του δεν έπρεπε να αφεθεί στην τύχη της. Οι επιπτώσεις μπορεί να ήταν απολύτως αποφασιστικές για το στόλο των Ελλήνων, τα μισά πλοία του οποίου είχαν κατασκευαστεί στα νεώρια του Πειραιά και ήταν επανδρωμένα με Αθηναίου πολίτες. Και δεδομένου του απόκοσμου μεγέθους των περσικών χερσαίων δυνάμεων, η μόνη ελπίδα επικράτησης των Ελλήνων ήταν μια κρίσιμη νίκη στη θάλασσα. Αυτό όμως χωρίς τους Αθηναίους ήταν αδύνατο να το πετύχουν. Ο Λεωνίδας λοιπόν έριξε για δεύτερη φορά το ειδικό βάρος του στην άποψη να παραμείνουν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες, περνώντας έτσι στην αθανασία.

Τη 17η Σεπτεμβρίου ο Ξέρξης ξεκινά την επίθεσή του κατά των Ελλήνων, αλλά οι θαρραλέοι Μήδοι του, αν και δεν σταμάτησαν τις εφόδους μέχρι το βράδυ, έγιναν βορά των ασάλευτων πολεμιστών που προσέφεραν απλόχερα θάνατο. Τη δεύτερη μέρα, στις 18 του μηνός, ο βασιλιάς βάζει τα μεγάλα μέσα. Θα ρίξει στη μάχη τους επίλεκτους μαχητές του, τους αθανάτους, 10.000 επίλεκτους για τη γενναιότητα και το παράστημά τους Πέρσες, αλλά η κατάληξη θα είναι η ίδια, λες και η είσοδος του στενού ξερνούσε ακόντια και ξίφη. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας θα πρέπει να συνέβη και το μοιραίο. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Θεσσαλοί που συστράτευσαν με τους Πέρσες γνώριζαν από την ανάποδη το πέρασμα της Τραχίνας και το φωκικό τείχος που είχε σταματήσει στο παρελθόν τις "επισκέψεις" τους προς το νότο. Το μόνο που έπρεπε να βρεθεί ήταν ένας οδηγός που να γνωρίζει τα κατατόπια - και ήταν θέμα χρόνου μέχρι να εμφανιστεί κάποιος που θα έβλεπε και το δικό του όνομα να μἐνει ανεξίτηλο στους αιώνες. Αναθαρρυμένος ο Ξέρξης, αποσύρει αμέσως από την άσκπη σφαγή τους αθανάτους του Υδάρνη. Τους επιφυλάσσει μια πολύ καλύτερη αποστολή.

Ο Υδάρνης και όσοι απέμειναν από τους αθανάτους, κρυμμένοι στο σκοτάδι, ακολουθούν τον Εφιάλτη στο μονοπάτι που, μεταξύ Τραχίνας και Οίτης, θα τους φέρει στη νότια είσοδο του στενού. Κατά την αυγή της 19ης Σεπτεμβρίου είχαν φτάσει πλέον στην κορυφή του υψώματος και ξεκινούσαν την κατάβαση. Όπως περνούσαν από ένα δάσος με δρύες, ο θόρυβος από τα πατήματα στα πεσμένα φυλλώματα ξύπνησε τους Φωκείς που μες στο αχνός φως έψαχνα εναγωνίως τον οπλισμό τους. Ο Υδάρνης, μετά το πρωινό πάθημα από τους Λακεδαιμονίους, διστάζει μπροστά στο θέαμα. Δεν γνωρίζει αν αυτοί οι ημίγυμνοι που ετοιμάζονται από τον ύπνο να περάσουν στο θάνατο ή να τον συντρίψουν είναι Λακεδαιμόνιοι, σαν αυτούς που κατέσφαξαν την προηγούμενη μέρα το άνθος του περσικού στρατού. Δεν είναι ώρα για νέα πανωλεθρία, ο επικεφαλής σκέπτεται το ρίσκο, αλλά ο Εφιάλτης σπεύδει να τον καθησυχάσει : δεν είναι αυτοί που φοβάται, αλλά Φωκείς. Ο Υδάρνης δίνει το σύνθημα και μια βροχή βελών σκεπάζει τους υπερασπιστές του τείχους, οι οποίοι σκορπιζουν στη γύρω περιοχή. Οι αθάνατοι τους αγνοούν και συνεχίζουν προς το νότο.

Ο Λεωνίδας δεν πρέπει να κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ - πως να κοιμηθεί κάποιος που ξέρει ότι την άλλη μέρα θα πεθάνει; Ήδη από τις νυχτερινές ώρες ο Σπαρτιάτης βασιλιάς γνώριζε ότι οι Πέρσες είχαν αντιληφθεί το αυτονότητο και επρόκειτο να τον περικυκλώσουν :  λιποτάκτες από το αντίπαλο στρατόπεδο τον πληροφόρησαν για την αναπόδραστη τροπή των πραγμάτων και τον επικείμενο αποκλεισμό του. Οι όποιες αμφιβολίες του πρέπει να διαλύθηκαν όταν σκοποί και περίπολοι κατέφθασαν με νέα που επιβεβαίωναν τις αρχικές πληροφορίες. Με το πρώτο φως, ο Λεωνίδας καλεί συμβούλιο. Οι γνώμες για άλλη μια φορά διχάστηκαν, με άλλους να μη θέλουν να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες και άλλους να πιέζουν για γρήγορη υποχώρηση. Απόφαση δεν ελήφθη και ο καθένας έπραξε κατά το δοκούν. Ο Ηρόδοτος διασώζει και την άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή ο Λεωνίδας, αντιλαμβανόμενος το μάταιο του πράγματος, έδιωξε τους συμμάχους και έμεινε με τους Σπαρτιάτες. Έτσι όμως δεν εξηγείται η παραμονή των Θεσπιέων, αν βεβαίως κανείς δεν θέλει να πεισθεί ότι όντως στάθηκε αδύνατο να τους ξαποστείλει ο επικεφαλής. Δεν εξηγείται όμως ικανοποιητικά με κάποια από τις δύο εκδοχές και η παραμονή των Θηβαίων, των υπόπτων για μηδισμό. Το πιαθνότερο είναι ότι ο Λεωνίδας τους κράτησε με το ζόρι ή με απειλές για την τύχη της πόλης τους. Ακόμη πιο πιθανό είναι να επηρεάστηκε ο Ηρόδοτος από το μεταγενέστερο μηδισμό των Θηβαίων στη διήγησή του, όμως οι Θηβαίοι παρέμειναν στις Θερμοπύλες μέχρι την ύστατη στιγμή, προτιμώντας στο τέλος την παράδοση από το θάνατο.

Οι Σπαρτιάτες πήραν θέση στη βόρεια είσοδο του στενού, εκεί που έσκαγαν τα κύματα των περσικών επιθέσεων, στον κυματοθραύστη που σχημάτιζαν οι Έλληνες οπλίτες, αγωνιζόμενοι εναλλάξ στην πρώτη γραμμή, ώστε να μην κουράζονται. Αυτή την τελευταία μέρα όμως, η τιμητική θέση ανήκε αποκλεισικά στους μαχητές της ηγέτιδας της πανελλήνιας συμμαχίας. Και τούτοι ύψωσαν τη δόξα της πόλης τους στον ουρανό.

"Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε 
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".

"Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι".

"Ξένε, να πεις στος Λακεδαιμονίους ότι σ' αυτή τη γη 
αναπαυόμαστε, υπακούοντας στις διαταγές της πόλης μας".